- ξέστας
- ξέστᾱς , ξέστηςsextariusmasc acc plξέστᾱς , ξέστηςsextariusmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεστάς — ξεστά̱ς , ξεστός hewn fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάξεστος — ἑξάξεστος, ον (Α) αυτός που περιέχει, που αριθμεί έξι ξέστας … Dictionary of Greek
κάβος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του … Dictionary of Greek
μάρης — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Περσία. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Σαβωρίου, μαζί με τους Άβιβου, Ηλία, Λάζαρο, Μαρούθα, Ναρσή, Σάβα, Σιμιάθη και Ζανιθά. Η μνήμη τους τιμάται στις 29 Μαρτίου. 2. Ήταν ασκητής. Η… … Dictionary of Greek